- αρμένισμα
- το [αρμενίζω]το ταξίδι του πλοίου με πανιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Menis Koumandareas — Μένης Κουμανταρέας Born 1931 Athens, Greece Occupation Writer Nationality Greek … Wikipedia
Κουμανταρέας, Μένης — (Αθήνα 1931 –). Πεζογράφος και μεταφραστής λογοτεχνίας. Δεν ακολούθησε ολοκληρωμένο κύκλο πανεπιστημιακών σπουδών και μετά τη θητεία του στο ναυτικό εργάστηκε για μια εικοσαετία σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες. Παράλληλα ασχολήθηκε με… … Dictionary of Greek
αρμενίζω — ισα, πλέω με τα πανιά (άρμενα), ταξιδεύω (κυριολ. και μτφ.): Πού αρμενίζει το μυαλό σου και δε με προσέχεις; Ουσ. αρμένισμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιστιοπλοΐα — η πλους με ιστία, αρμένισμα: Αγώνες ιστιοπλοΐας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)